Ο Γύψος










Γεννήθηκα μέσα στη Χούντα, το εθνοσωτήριον έτος 1967. Ήμουν ακόμη στη μήτρα, τη μέρα που τα τανκς βγήκαν σεργιάνι, για ν' ασελγήσουν πάνω στο πτώμα μιας Δημοκρατίας που είχε φροντίσει να τινάξει από μόνη της τα μυαλά της στον τοίχο, μετά από χρόνια ανωμαλίας, αποστασίας, παλατιανών παρεμβάσεων κι «ανένδοτων αγώνων». Η μάνα μου βγήκε στο μπαλκόνι  κι έπιασε να χαζεύει παγωμένη το στρατό που περιπολούσε στους δρόμους. Ένας στρατιώτης σταμάτησε από κάτω και την διέταξε, ευγενικά στην αρχή, να μπει αμέσως μέσα. Κείνη δεν έκανε απολύτως τίποτε, αυτός επανέλαβε με περισσότερο επιτακτικό τόνο.  «Και γιατί να μπω;» τον ρώτησε με αφέλεια. «Γιατί απαγορεύεται κυρία μου, σας παρακαλώ να μπείτε μέσα γρήγορα», αποκρίθηκε εκείνος ανυπόμονα. «Όχι δεν μπαίνω, σπίτι μου είμαι κι ό,τι θέλω κάνω» του αντιγύρισε με παιδιάστικο πείσμα κι άγνοια κινδύνου. Τότε σήκωσε το όπλο. «Μπες μέσα γιατί θα σε πυροβολήσω», έκανε ο νεαρός φαντάρος με σπασμένη φωνή. Εκείνη και πάλι δεν κινήθηκε. «Μπες μέσα κοπέλα μου, σε παρακαλώ, έχω διαταγές να πυροβολήσω, δεν καταλαβαίνεις Ελληνικά;», επέμεινε κάπως υστερικά ο ρωμαλέος Έλλην πολεμιστής, τρέμοντας μάλλον περισσότερο απ’ την έγκυο γυναίκα. Τελικά τη λύση έδωσε ο πατέρας μου, που βγήκε και τη μάζεψε κακήν κακώς, ενώ ο στρατιώτης ξεφύσησε μ’ ανακούφιση. Δεν ξέρω αν τελικά θα την πυροβολούσε, το πιθανότερο ήταν να τη συλλάμβανε, γεγονός πάντως παραμένει πως τέτοιες εντολές είχε δώσει η «Επανάσταση». 

Αυτή ήταν κι η πρώτη μου εμπειρία απ’ την επταετία. Μπορεί να μην έβλεπα την κάνη να με σημαδεύει, ίσως να μην καταλάβαινα τους ήχους που έφταναν παραμορφωμένοι μέσα στην προστατευμένη αρχέγονη θάλασσα στην οποία κολυμπούσα, όμως λούστηκα πατόκορφα όλες τις ορμόνες της μάνας, που χημικά ούρλιαζαν άγχος, αγωνία, οργή και πάνω απ’ όλα φόβο. Τούτος ο φόβος ήταν το συναίσθημα που συνοδεύει όλες μου τις μνήμες απ’ τα πρώτα χρόνια της ζωής μου· οι πνιχτές κουβέντες πίσω από μισόκλειστες πόρτες, όταν οι μεγάλοι πίστευαν πως κοιμόμουν, τα υπονοούμενα κι οι ματιές με νόημα όταν ήμουν μπροστά, φόβος για τον παπά, φόβος για τον στρατιωτικό, φόβος για τον γείτονα, φόβος για τον χωροφύλακα. 

Τις λέξεις «Χούντα» και «Δικτατορία», όπως και τη λέξη «Κομμουνισμός», τις άκουσα για πρώτη φορά μετά τα επτά μου χρόνια, ενώ ήδη πήγαινα σχολείο, αφού μέχρι τότε ήτανε ταμπού. Κανείς δεν μπορούσε να ρισκάρει να πετάξει η παιδική αφέλεια μια τέτοια επικίνδυνη λέξη, μπροστά σε κάποιον που δεν έπρεπε, κι έτσι μόνο εκ των υστέρων κατάφερα να εξηγήσω τη συχνά πυκνά δαγκωμένη γλώσσα του αμετροεπή παππού μου και τα επιτακτικά σσσςςςς της συνετής γιαγιάς μου, που τόση απορία μου είχαν προκαλέσει. Βλέπετε, μπορεί ο μύθος να θέλει τον ελληνικό λαό να υποφέρει κάτω απ’ τη στρατιωτική αρβύλα, όμως η πικρή αλήθεια ήταν πως μεγάλο μέρος του, όχι μόνο δεν στέναζε υπομένοντας καρτερικά τη μέρα που θα ερχόταν η λευτεριά –από μόνη της, ή πάντοτε κάποιος άλλος, τρελός, γενναίος, Μεσσίας ή Εθνάρχης θα την έφερνε- αλλά απεναντίας είχε κάθε καλή διάθεση να συνεργαστεί με την «κυβέρνηση» και να καταγγείλει πάραυτα πιθανούς κομμουνιστάς ή έστω συνοδοιπόρους. Η κοινή λογική ορίζει πως όταν μέσα σ’ ένα πλήθος γνωρίζεις πως υπάρχουν ρουφιάνοι, αλλά δεν μπορείς να ξέρεις ποιοι, τότε τους θεωρείς  όλους ρουφιάνους, μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Όπως έλεγε ο παππούς μου, «τούτη η χώρα παράγει μόνο λάδι, πορτοκάλια και ρουφιάνους» και δυστυχώς δεν φορούσαν όλοι μακριά δερμάτινα παλτά ή καμπαρντίνες, μαύρα γυαλιά και καπέλα, ούτε κρατούσαν πάντοτε ανάποδα την εφημερίδα, όπως έχει επικρατήσει η εικόνα του χαφιέ, στη σύγχρονη λαογραφική στυλιζαρισμένη απεικόνιση.



Ένα απ’ τα λίγα που θυμάμαι καθαρά, είναι οι νύχτες που στο σπίτι κάναμε αντίσταση. Μ’ ένα μικρό φορητό κασετόφωνο μάρκας National, ακούγαμε παράνομες κασέτες με απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη, με την ένταση στο ελάχιστο και το ηχείο πνιγμένο ανάμεσα σε μαξιλάρια, αφού οι μελωδίες ήταν πασίγνωστες, οι τοίχοι και τα ταβάνια τσιγαρόχαρτα και το μπουζούκι, όπως κι η φωνή του Μπιθικώτση, ιδιαίτερα διαπεραστικά. Μετά, η αποκοτιά της κομμουνιστικής οικογένειας έφτανε στο αποκορύφωμα, αφού οι παρτιζάνοι γονείς μου τραγουδούσαν a cappella  τ’ απαγορευμένα άσματα και μάλιστα ηχογραφούσαν τη φωνή τους σε κασέτα, με το στόμα κολλημένο στο παρελκόμενο μικρόφωνο του National, σχεδόν ψιθυριστά. Ύστερα έβαζαν την κασέτα κι έπαιζε, άκουγαν τη φωνή τους κι έκαναν κουράγιο γι’ άλλη μια μέρα σκυφτής σιωπής που θ’ ακολουθούσε. 

Δεν ξέρω πού έκρυβαν τις παράνομες κασέτες, αφού όσο κι αν έψαξα, όπου κι αν τρύπωσα τότε, δεν κατάφερα να τις βρω πουθενά. Κι αν  όλα αυτά ακούγονται κωμικοτραγικά, είναι αλήθεια ότι αν οι μπάτσοι ανακάλυπταν ποτέ τούτα τα «πειστήρια του εγκλήματος», οι συνέπειες θα ήταν τεράστιες κι ανυπολόγιστες. Η μικρή αυτή συνωμοσία των πυρήνων της κασέτας, ήταν στα παιδικά μου μάτια κάτι υπέροχο και συναρπαστικό, γι’ αυτό και  διατηρώ τούτες τις μνήμες με τόση ενάργεια και ζωντάνια. Μου είπαν ότι κάναμε κάτι παράνομο, με εξόρκισαν να μην το πω σε κανέναν, έγινα κι εγώ μέρος της συνωμοσίας, όχι πια κλειστές πόρτες, οι μεγάλοι μου εμπιστεύονταν κάτι τόσο τρομερό, ένιωθα σπουδαίος. Όμως ταυτόχρονα μου είχαν πει τι θα παθαίναμε εάν τυχόν άνοιγα το μεγάλο μου στόμα κι αυτό που μου έμεινε ήταν και πάλι ο φόβος, φόβος υπαρκτός, πραγματικός, κάτι πάνω και πέρα απ’ τα παραμύθια με τον λύκο, το δράκο ή τον μπαμπούλα, που ανέθρεψαν γενιές και γενιές ραγιάδων. 

Παραέξω απ’ αυτήν τη συμβολικού χαρακτήρα ανταρσία του οικιακού μας μικρόκοσμου, ήταν λες κι ο καθένας που φορούσε στολή είχε αποκτήσει λόγο στις ζωές μας. Ποιος ας πούμε τολμούσε να διαπληκτιστεί με στρατιωτικό, ακόμη και να τον κοιτάξει άγρια ή με θράσος; Ακόμη και οι παπάδες είχαν ξεσαλώσει. Σε συναντούσανε στο δρόμο και χωρίς να μιλήσουν άπλωναν απαιτητικά στα μούτρα σου το χέρι, να τους το φιλήσεις -τουλάχιστον στα παιδιά. Θυμάμαι μια τέτοια περίπτωση, που μαζί με τη μάνα μου πέσαμε πάνω σ’ έναν ρασοφόρο, στρίβοντας από μια γωνία της γειτονιάς μας. Κείνος έκανε μηχανικά την κίνηση, όμως η γνωστή αντάρτισσα μάνα έκανε την αψηφισιά να μου τραβήξει αποφασιστικά το χέρι και να τον προσπεράσουμε, αφήνοντάς τον σύξυλο, με το χέρι απλωμένο, αποτόλμησε ακόμη και να τον αγριοκοιτάξει. Το μεσημέρι στο τραπέζι το περιστατικό γιορτάστηκε σαν να ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Ωστόσο και το πιο παράτολμο θάρρος έχει τα όριά  του. Ακόμη κι αυτή η πασιονάρια μάνα μου δεν τόλμησε να μη με αφήσει να κοινωνήσω μαζί με το υπόλοιπο σχολείο στην πρώτη δημοτικού, παρά την απύθμενη σιχαμάρα που ένιωθε για το περίφημο κουτάλι που πηγαίνει από στόμα σε στόμα, πρώτα οι γέροι, ύστερα τα παιδιά. Τουλάχιστον δεν μου επέβαλε νηστεία, ήταν κι αυτή μια μικρή εκδίκηση προς τον καταναγκαστικό χριστιανισμό του Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Έτσι θυμάμαι πολύ καλά από πότε έχω να κοινωνήσω: 1974, λίγο πριν τη Μεταπολίτευση.

 Όμως ο χειρότερος φόβος και τρόμος ήταν ο χωροφύλακας. Όλοι φοβούνταν την αστυνομική αυθαιρεσία, την άδικη σύλληψη, τις πλαστές κατηγορίες που μπορούσαν να σε στείλουν εξορία ή φυλακή. Όταν σε σταματούσαν για οδική παράβαση, έπρεπε να είσαι γλυκός, προσηνής, χαμηλόθωρος,  χαμογελαστός κι ευγενικός. Και κείνοι, αγενείς, απότομοι, μ’ έναν αγέρωχο αέρα εξουσίας πάνω από ένα υπόστρωμα αμορφωσιάς -κλινικού τύπου και τελικού σταδίου- σαν άρωμα γαλλικό πάνω από προπέρσινη απλυσιά. Κάθε φορά ο πατέρας μου, μετά από μια τέτοια ευτυχή συνάντηση και μόλις απομακρυνόμασταν με τ’ αυτοκίνητο, έβριζε πίσω απ’ την πλάτη τους και μέσα απ’ τα δόντια του, με τρόπο που με σόκαρε, όπως δεν τον είχα ξανακούσει σε άλλη περίπτωση. 

Με βάση τις πρωταρχικές μου εμπειρίες, έμαθα να μισώ και να φοβάμαι κάθε μορφή εξουσίας, ιδιαίτερα ένστολης. Οι παπάδες στα μάτια μου φάνταζαν σαν γύπες και κοράκια, ενώ οι καραβανάδες κι οι μπάτσοι ήταν σαν τους Γερμανούς SS που βλέπαμε στις πολεμικές ταινίες με την Καρέζη ή τη Βουγιουκλάκη, ο εχθρός μέσα στη χώρα μας. Η άλλη πλευρά θα πει βέβαια ότι κομμούνια γονείς διατάραξαν τον ευαίσθητο εσωτερικό κόσμο ενός παιδιού και το έκαναν ανώμαλο, αντίχριστο κι αναρχικό, με βαρύτατα διαταραγμένο ψυχισμό. Όμως αυτά είναι όλα κι όλα που θυμάμαι απ’ τη Χούντα, αυτό το διάχυτο κλίμα φόβου κι υποταγής, αυτό που ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε προσφυώς χαρακτηρίσει ως «Γύψο».  Τα περισσότερα απ’ όσα διαβάσατε μέχρι εδώ, αποτελούν μετέπειτα προσαρμογές, σε μια προσπάθεια να τιθασεύσω αυτό φοβικό συναίσθημα το άλογο, που κατακλύζει τη μνήμη μου από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, αφού όπως έγραψα, ούτε καν τη λέξη «Χούντα» δεν είχα ακούσει, ακόμη και τις ώρες της αντίστασης του κασετοφώνου. (Τρία ακόμη πράγματα που έχω έντονα χαραγμένα στη μνήμη μου από εκείνη την εποχή, είναι το Πολυτεχνείο, η Επιστράτευση και η Μεταπολίτευση -εκείνη πάνω απ’ όλα- όμως γι’ αυτά θα γράψω σε επόμενο ποστ).  Έτσι, για τη γενιά μου, για όλα τα παιδιά της ηλικίας μου ή εκεί γύρω, οι μνήμες μας απ’ τη Δικτατορία θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια φράση, που εξαιρετικά εύστοχα διατύπωσε κάποτε μια συμμαθήτριά μου στο λύκειο: «Τη Χούντα δεν την καλοθυμάμαι, θυμάμαι όμως έντονα τον Γύψo...

Σχόλια

  1. Διαφωτιστικό κείμενο για μας που ανήκουμε στη γενιά της μεταπολίτευσης. Ευχαριστούμε (πάω να διαβάσω και τη συνέχεια).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 50 ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ

    ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21 Απριλίου 1967. Το τεθωρακισμένο επί της Μεσογείων είχε στρέψει την κάνη του πυροβόλου του και σημάδευε έναν αόρατο εχθρό στην οδό Αναστάσεως, στα σύνορα Παπάγου-Χολαργού.

    Ήταν πρωί και ο πατέρας, στην Αθήνα από το 1929, μας είπε με ορολογία μεσοπόλεμου : έγινε κίνημα.

    Μάθαμε ότι δεν θα πηγαίναμε σχολείο και χαρήκαμε η αδελφή μου κι εγώ. Κλασσικά, μας έστειλε στον φούρνο για να αγοράσουμε από μια φρατζόλα ψωμί. Το σύνδρομο της κατοχής,…

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου