Μια Ταινία Δρόμου


Μια ταινία δρόμου 


Ο Δρόμος μ’ έσπειρε, με θέρισε, με πήρε,
πλησίστια γιόμισε με πόθο την καρδιά μου


Ο πατέρας δούλευε πλανόδιος πωλητής ορυκτέλαιων. Είχε ένα λαχανί φορτηγάκι Χόντα, εξακόσια πενήντα κυβικά, λίγο πιο μεγάλο απ’ το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη. Το φόρτωνε και τριγυρνούσε τη Βόρεια Ελλάδα, για τον επιούσιον άρτον. Τα καλοκαίρια κουβαλούσε μαζί τη μάνα μου και μένα. Μια νεαρή όμορφη γυναίκα κι ένα παιδί με αθώα μάτια, μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε, ευνοούσαν τις πωλήσεις στην άκρως συντηρητική κι απονήρευτη ελληνική επαρχία τού τότε.

Μακρόσυρτες, καυτές, σκονισμένες μέρες, ατέλειωτες αργές περιπλανήσεις σε στενούς φιδογυριστούς δρόμους. Ευωδερά σούρουπα, κουντουρντισμένο παιχνίδι σ’ ολάνθιστες πλατείες, παρέα μ’ άγνωστα παιδιά που μίλαγαν παράξενα· σ’ εφύτισα, σ’ εφύτισα, τώρα ’συ θα τα φ’λάς.

Αστροπλημμύριστες νυχτιές, νωχελικοί περίπατοι σε σοκάκια, σ’ ανηφοριές και λιμάνια, επαρχιακές πρωτεύουσες που στα μάτια μου φάνταζαν πολιτείες αλαργινές κι υπέροχες, πεντάμορφες χώρες μαγικές.

Φτηνά μα παστρικά και νόστιμα μαγέρικα, περιποιημένα ξενοδοχεία με καθαρά σεντόνια, μα όχι πάντα. Μια νύχτα βρεθήκαμε στη Σιάτιστα αργά. Δε βρήκαμε τίποτ’ άλλο, παρά μόνο έναν ξενώνα με τη βαρύγδουπη ονομασία Αρχοντικόν. Μόλις είδαμε το δωμάτιο, φύγαμε τρεχάτοι μες στη νύχτα και προτιμήσαμε να το ξενυχτήσουμε στο αυτοκίνητο.

Μια πανδαισία από ήχους, οσμές, εικόνες, συναισθήματα, μια έκρηξη από πολύχρωμες εμπειρίες σα λουλουδάτα πυροτεχνήματα. Δράμα, Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Έδεσσα, Βέροια, Καστοριά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Γρεβενά· Φλώρινα, στα χρόνια της παντοδυναμίας του αιωνόβιου Καντιώτη, όπου τα πάντα ήταν κλειστά και σκοτεινά κι έμενες θεονήστικος αν έφτανες μετά τις εννιά το βράδυ.

Ο χρόνος αργοβάδιστος, σαν αμέριμνος αλήτης, μ’ όλο του το βιος τυλιγμένο στο πεσκίρι[1], να κρέμεται στον ώμο από ’να λιόκλαρο· ατέλειωτος ο δρόμος, γεμάτος υποσχέσεις όσο έπιανε η ματιά μου, γητευτής και τσαρλατάνος· ο ορίζοντας μι’ αραχνοΰφαντη γραμμή στα ριζά τ’ ουρανού, κει που όλα μπορούνε να συμβούν σ’ ένα πετάρισμα των βλεφάρων.

Το κασετόφωνο με κείνες τις μπατάλικες οχτακάναλες κασέτες, που μπορούσες να πηδήσεις κομμάτι σαν να ’τανε σιντί, είχαμε τρεις όλες κι όλες. Θεσσαλικός Κύκλος του Μαρκόπουλου, Άγιος Φεβρουάριος του Μούτση, Μεγάλος Ερωτικός του Χατζηδάκι. Τούτα τα τραγούδια στέκουν ακόμα χαραγμένα στη μνήμη μου, σαν το σάουντρακ κάποιας ταινίας δρόμου.

Και στ’ αλήθεια, κείνες οι καλοκαιριάτικες περιοδείες επηρέασαν βαθιά την αισθητική μου, τον προσωπικό μου μύθο, το μάτι του παρατηρητή της ύπαρξής μου. Ρίζωσε στην καρδιά μου η αγάπη για τον Δρόμο, να βλέπω τη ζωή σα μια τεθλασμένη χαοτική περιπλάνηση, σαν περιπέτεια και ταξίδι. Απ’ όλα τα έργα που ’χω δει, πιότερο αγαπώ τις ταινίες δρόμου· αμερικάνικες, βραζιλιάνικες, βαλκανικές.



[1] Πεσκίρι: Πετσέτα, ποτηρόπανο.

Σχόλια