Ο Αδιανόητος Άνεμος



 Ευσεβείς Μύθοι - Μεταπολίτευση
[διαβάστε το πρώτο μέρος - Η Ανάταση του Πλήθους]

Β. Ο Αδιανόητος Άνεμος




Ίσως προς στιγμήν φανώ σαν απολογητής της Χούντας, όμως η αλήθεια είναι πως οι συνταγματαρχαίοι δεν πήγαν την καταπίεση και τη σκληρότητα, την δια ροπάλου επιβολή της θέλησης του Αφέντη, πολύ πιο μακριά από εκεί που τους την παρέδωσε η μετεμφυλιοπολεμική Αιδήμων Δημοκρατία, που επιβλήθηκε από τους Άγγλους δια των όπλων, ενάντια στην πραγματική θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού κι ανατέθηκε ουσιαστικά σ’ εκείνους που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Είναι γνωστό πως οι Έλληνες δοσίλογοι αποτελούν κάτι σαν μισθοφορικό στρατό. Υπηρετούν αδίστακτα εκείνον που τους πληρώνει καλύτερα. Με ποιον άλλωστε τρόπο νομίζετε πως η Χούντα θα κατάφερνε να ελέγξει επί τόσα χρόνια το φρόνημα και τον ίδιο τον λόγο ενός ιδιαίτερα λαλίστατου λαού, εάν δεν είχε κληρονομήσει το χαφιεδικό παρακράτος της Δεξιάς και του Παπανδρεϊσμού, τους ασφαλίτες, τους κουκουλοφόρους, τις καρφίτσες και τη μακρά τεχνογνωσία τους; Πόσο απείχε η πλήρης κατάργηση του Συντάγματος του ’52 απ’ τη Χούντα, από μια πολυετή περίοδο συνεχών συνταγματικών καταπατήσεων κι εκτροπών, λαϊκών κινημάτων για την υπεράσπιση του ακροτελεύτιου άρθρου (114) και ανένδοτων αγώνων, εκλογών βίας και νοθείας, ωμών παρεμβάσεων του Παλατιού και δοτών Κυβερνήσεων Αποστασίας (γεια σου επίτιμε); Πόσο μακρύτερα βρίσκονταν οι τόποι εξορίας της Χούντας, από τα ξερονήσια μιας Δημοκρατίας που είχε θεσμοθετήσει το «Ιδιώνυμο» (απ’ την εποχή του Βενιζέλου, «εθνάρχη» και υμνητή του Κεμάλ, το 1929), ποινικοποιώντας τις «ανατρεπτικές» ιδέες κάθε είδους; Όποιος θέλει να κατανοήσει τα σωστά μέτρα των πραγμάτων της εποχής, πρέπει να έχει πάντα στο μυαλό του, ότι στην πραγματικότητα ο βαρύς χειμώνας δεν κράτησε μονάχα επτά χρόνια και πως πριν τον μπουζουριάσουν στο Τσοτύλι της Χούντας, ο ελληνικός λαός δεν έζησε εσώκλειστος και σε κανένα ευρωπαϊκό κολέγιο.

Το λοιπόν, ο αέρας ελευθερίας λόγου και επιλογών, που φύσησε πάνω από τα μέσα των 70’s, ήταν πρωτόγνωρος, συγκλονιστικός, μοναδικός κι αναζωογονητικός, αδιανόητος! Δεν θύμιζε σε τίποτε αυτό που όλοι θυμούνταν ως «Δημοκρατία» και μάλιστα Καραμανλική. Ένα ελευθεριακό αίσθημα διαπερνούσε το πόπολο απ’ άκρου εις άκρον, που όμοιό του δεν έχει νιώσει καμιά προηγούμενη ή επόμενη γενιά. Ακόμη και ο απόηχος της σεξουαλικής επανάστασης που είχε συντελεστεί εις τας Ευρώπας την προηγούμενη δεκαετία έκανε την εμφάνισή του, μαζί με τον πολυπόθητο μύθο του RocknRoll και την τελετουργική κουλτούρα της μαριχουάνας, πολύ διαφορετική από την κουλτούρα του ρεμπέτη χασικλή που γνώριζε προηγουμένως η πουριτανική κι επαρχιώτικη ελληνική κοινωνία. Τούτα φυσικά δεν τα θυμάμαι προσωπικά – ειδικά αυτά περί σεξουαλικής επανάστασης και μαριχουάνας – εκτός από κάτι τρομερά καλοκαιρινά πάρτι σε έρημες ακόμη παραλίες της Χαλκιδικής, με το ούζο να ρέει άφθονο, όπου ο Σαββόπουλος και η θεία Μάρω του εναλλάσσονταν με το Immigrant Song των Zeppelin και τους Bad Company στο ομώνυμο κομμάτι. Τις ακατάλληλες λεπτομέρειες μου τις έχουν διηγηθεί αργότερα, όταν πια ήμουν σε θέση να τις ακούσω, κάποιοι μεγαλύτεροι από μένα, που είχαν την κωλοφαρδία να βρίσκονται σε κατάλληλη ηλικία την εποχή που έβραζε ο τόπος κι όλα ήταν πιθανά. Ας είναι όμως· μόλις και μετά βίας πρόλαβα να γευθώ μια μπουκιά απ’ εκείνο το πανηγύρι και πάλι νιώθω τυχερός…

Το πιο υπέροχο όμως που θυμάμαι απ’ την πρώτη εποχή της Μεταπολίτευσης, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ήταν οι συναυλίες. Η πολιτικοποιημένη μουσική ήταν μέχρι τότε απαγορευμένη και λογοκρινόταν απηνώς, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης. Το ίδιο απαγορευμένο ήταν και το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι. Οι συναυλίες λοιπόν προσέφεραν τις δυο απαγορευμένες απολαύσεις σε συσκευασία δώρου, έτσι ώστε κανείς δεν έμενε ασυγκίνητος από τον πειρασμό των νεοαποκτηθέντων δικαιωμάτων κι όλοι έσπευδαν να τα γευτούν αχόρταγα, ξανά και ξανά. Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Λεοντής, Φαραντούρη, Χαλκιάς, Παντής, Ξυλούρης, το Αλεξάνδρειο της Σαλονίκης γνώριζε μέρες καλλιτεχνικής δόξας κι ήταν πάντοτε κατάμεστο μ’ ένα πλήθος που παλλόταν συγκλονισμένο, εκστασιασμένο, ο ένας να παίρνει δύναμη απ’ τον ενθουσιασμό του διπλανού, να βιώνουν όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά την ελευθερία της Μέθεξης, η Ανάταση του Πλήθους σ’ όλο της το μεγαλείο.

Εκείνος που έχει χαραχτεί πιο ανεξίτηλα απ’ όλους στη μνήμη μου, ήταν ο Νίκος Ξυλούρης. Αυτός ο άνθρωπος είχε μια γιγάντια παρουσία στη σκηνή, λες και τη γέμιζε ολόκληρη, είχε τον τρόπο να δονεί τις εσώτερες χορδές στους τόνους της φωνής του, να συγκλονίζει και ν’ ανατριχιάζει κορμιά και καρδιές, να παρασύρει τα πλήθη στη δική του έκσταση, να φέρνει την κάθαρση στους θεατές του, σαν να είχαν μόλις παρακολουθήσει μια παράσταση Αρχαίας Τραγωδίας. Απέριττος, αλύγιστος, περήφανος και συνάμα απλός, τρυφερός και καθαρός σαν νάμα της Πηγής των Νυμφών, ένα Κέρας της Αμάλθειας που εύφραινε και χόρταινε την ψυχή με όλης της πλάσης τ’ αγαθά. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο αισθάνομαι ευλογημένος, είναι που πρόλαβα αυτόν τον πρόωρα χαμένο βάρδο να τραγουδάει ζωντανά.

Τα πολιτικά συνθήματα ήταν πάντοτε έτοιμα να εξαπολυθούν προς τα ουράνια. Διατηρώ μια έντονη καταγραφή, από κάποια συναυλία αφιερωμένη στη Χιλή που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε πέσει κι αυτή στα νύχια του Πινοσέτ και της CIA και το σύνθημα «Πάμπλο Νερούντα, θα πέσει η Χούντα» να δονεί το θολωτό ταβάνι του Παλέ ντε Σπορ ( ή σκέτο Παλέ, όπως όλοι τότε ονόμαζαν το Αλεξάνδρειο) και το έκανε να τρίζει αντιβοώντας. Η υπόσχεση αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε και λίγοι θυμούνται πια ποιος ήταν ο Νερούντα, όμως τούτο δεν έχει και τόση σημασία. Ο κυρίαρχος μύθος, όπως ανέλυσα παραπάνω,  ήθελε τις χούντες να πέφτουν απ’ τους λαούς και η ομαλή μετάβαση από μια Χούντα σε μια δοτή δημοκρατία, εφαρμόστηκε πρώτα στην Ελλάδα, πολλά χρόνια πριν επιβληθεί στη Χιλή, οπότε ο κόσμος δεν είχε ιστορικό αντιπαράδειγμα. Εδώ τουλάχιστον κράτησαν και κάποια προσχήματα, σ’ έναν ιδιαίτερα καλοστημένο κι επιτυχημένο σχεδιασμό ευρωατλαντικών προδιαγραφών…

[συνεχίζεται...]

Σχόλια