Το Νησί Β' - Περσικές Τελετουργίες





[Διαβάστε το πρώτο μέρος: Το Νησί - Ένα Ταξιδιωτικό Ανάγνωσμα]

Η πρώτη νύχτα της άφιξής μας, συνέπεσε με την είσοδο της γριάς μας Γαίας στη ζώνη υψηλής εποπτείας του Περσέα και τη θεαματική εισβολή στην ατμόσφαιρα των Περσίδων του -που δεν είναι ισλαμίστριες μουτζαχεντίν πρακτόρισσες, όπως ίσως να πιστεύει ο μέσος ελληνορθόδοξος αφασιακός ψηφοφόρος, μηδέ σινιέ λωριδοφόρα κατακόρυφα παντσουρόφυλα, όπως ίσως να πιστεύει η νεοφιλελέ διανόηση. Η συγκυρία ιδιαίτερα ευμενής, καθώς το νησί στερείται της διάχυτης φωταυγούς αχλής που καλύπτει σαν νέφος χρωμερής αιθαλομίχλης το νυχτερινό στερέωμα, του πέπλου της διαβόητης φωτορύπανσης, που συνοδεύει κατά πόδας -όπως χαφιές αναρχικό- τον ηλεκτρικό μας πολιτισμό. Γυρέψαμε τον ουρανό με τ' άστρα και το Μέγα Χάος μας τα 'δωσε επί πίνακι, πάντοτε στην κατάλληλη στιγμή.

Διαλέξαμε την παραλία των Αλυκών, τη μόνη που ξέραμε πώς να βρούμε στα σκοτεινά, καθώς δεν είχαμε ακόμη εξοικειωθεί με τους όχι και τόσο καλά συντηρημένους δρόμους και δεν κρίναμε σοφό να το ρισκάρουμε νυχτιάτικα. Κοντά στα μεσάνυχτα καταφτάσαμε δίπλα απ' τον νυσταλέο καταυλισμό του μοναδικού κάμπινγκ του νησιού, που πάντως δεν φημίζεται για την ποιότητα της διαμονής που παρέχει, πολλώ δε μάλλον για την πάστρα του. Καταλάβαμε τρεις κενές ξαπλώστρες στην αμμουδιά κι ετοιμαστήκαμε ν' απολαύσουμε το θέαμα, σαν αρχαίοι Ρωμαίοι απ' τα οργιαστικά μας ανάκλιντρα.

Για κακή μας τύχη όμως, ο ηλεκτρονικός αστρολάβος που είχαμε κατεβάσει στο περιλάλητο smart-phone -που πλέον διακονεί περίπου σαν ένας ψηφιακός ελβετικός σουγιάς- μας έδειξε ότι ο προσανατολισμός της παραλίας ήταν λανθασμένος κατά περίπου 180 μοίρες κι έτσι οι Περσίδες θα έπεφταν κυριολεκτικά πίσω απ' την πλάτη μας. Το λοιπόν αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε τ' ανάκλιντρά μας αντιστρόφως, πράγμα που κάπως περιόριζε το οπτικό μας πεδίο, δεν στάθηκε όμως ικανό αυτό να μας χαλάσει την κατάνυξη.

Πόσο ευμενής μοίρα, να είσαι ένας κόκκος κουρνιαχτού στο παγωμένο διάστημα, ένα ασήμαντο αφανές γκρίζο πετραδάκι... κι άξαφνα ν' αρπάνεσαι στην αφεύγατη έλξη της πανώριας Γαίας, σάμπως κεραυνοβόλος έρωτας να σε σέρνει, μ' επιταχυνόμενη λαχτάρα μοναχά να την αγγίξεις, γελώντας ανέμελα αντίκρα στο χαμό σου. Να μπαίνεις στην αύρα της και να ερυθροπυρώνεσαι, να καίγεσαι σελαγίζοντας για μια χούφτα στιγμές στον ουρανό, χιλιάδες έκθαμβα μάτια να ερωτευτούν τον ίμερό σου.
Βουτούσαν στο κενό οι ιδανικοί αυτόχειρες κι ανάξιοι εραστές, σαν αντεστραμμένες φωτεινές πεταλούδες που χιμούν σε βαθύζοφο φάρο. Κι εμείς οι αλαφροΐσκιωτοι με τα μάτια στυλωμένα ψηλά -σαν ανθρωπίδες νιοξύπνητοι που πρωτόφαντα άνω θρώσκουν- πιάσαμε να τραγουδάμε, ενώ από μέσα μας στέλναμε τις ευχές μας στα πεφταστέρια, ωσάν μάγοι σοφοί της Βαβυλώνας που αναπέμπουν λατρευτικές επωδές στις τηλαυγείς τους θεότητες.

Ακομπανιαμέντο μας κρατούσε η μνήμη κι ήρθε ο Γουίλυ ο θερμαστής να περάσει λίγες Μέρες Αργίας, κρατώντας αφρικάνικο Μαχαίρι, ο Προσκυνητής σαγηνεύτηκε απ' τη Φάτα Μοργκάνα κι έχασε το δρόμο του, η Συννεφούλα ήπιε της Άρνης το Νερό και λησμόνησε κείνον τον Μπαγάσα, τον Μπάμπη τον Φλου, ενώ ο Λόρκα δεμένος σταυρωτά πάνω στη φοράδα του, απήγγειλε ένα ποίημα του στην Κ, αντίτιμο σιωπής.
Ευτυχώς κανείς απ' το κάμπινγκ δεν μας έριξε μπουγέλο κατακέφαλο, πάει να πει πως δεν γκαρίζαμε πάρα πολύ. Για τον εξωτερικό παρατηρητή δεν ήμασταν παρά τρεις παραλοϊσμένοι που τραγούδαγαν φάλτσα άσματα χάσκοντες τα ουράνια. Για μας πάλι ήταν μυσταγωγία, μέθεξη, επικοινωνία, ενότητα, αγάπη, όλα αυτά που 'ναι ποθεινά και μυριάκριβα, γιατί δεν παζαρεύονται σ' αγορές και χρηματιστήρια, δεν έχουν πουλητές και μουστερήδες.

Κατά τις δύο σηκωθήκαμε, τινάξαμε την άμμο από πάνω μας και πήραμε την κατεύθυνση του γυρισμού στο σπίτι. Είχα την ατυχέστατη έμπνευση να πάω να πάρω τσιγάρα απ' το μοναδικό μεγάλο περίπτερο στο κέντρο του οικισμού (αργότερα βρήκαμε κι ένα μικρό κάπου πίσω πίσω). Αρκετά μέτρα προτού πλησιάσουμε, μπόχα από βρέμοντα ελληνάδικα σκυλοτράγουδα μας άρπαξε απ' τα μούτρα, αναδυόμενη απ' το παρακείμενο μπαρ που είχε "ελληνική βραδιά" (ευτυχώς ήταν μία και μοναδική βραδιά, κάτι σα να λέμε "και οι σκυλάδες έχουν ψυχή άμα λάχει". Κάμποσες ταβέρνες είχαν ζωντανό τραγούδι και ό,τι πήρε τ' αφτί μου μόνο για σκυλάδικο δεν μου φάνηκε).
Βλέπετε ο ελληναράς είναι το μοναδικό υποείδος πρωτίστων που βροντοφωνάζει την κατάντια του κι περιπτύσσεται την παρακμή του, ενώ νιώθει ντροπή για οτιδήποτε καλό μπορεί να κουβαλάει σώψυχα. Όμως το θέαμα της στημένης διασκέδασης, των κενών νοήματος και νοημοσύνης οφθαλμών, των καρμποναριστών σαγηνευτικών λικνισμάτων και των ζορισμένων χαμόγελων, μου φάνηκε να έχει κάτι το ιδιαίτερα διασκεδαστικό, σαν κάποιου είδους αυτοπαρώδηση. Υπάρχουν το λοιπόν ακόμα φανατικοί κι αμετανόητοι οπαδοί της περιλάλητης πλασματικής ευμάρειας, κάμποσοι που αρνούνται να δεχτούν πως το τέλος έχει κρούσει τους τη θύρα από καιρό...

Πήρα τα τσιγάρα μου, έριξα κι ένα τσιφτετέλι στα γρήγορα -μη χάσω και δεν εκδηλωθώ πως είμαι κι εγώ απ' το ίδιο υποείδος- και πήραμε γελώντας τον άσπλαχνο ανήφορο για την αψηλόθωρή μας κάμαρα.

[Συνεχίζεται...]

Σχόλια